- σαχλαμαρίζω
- σαχλαμαρίζω, σαχλαμάρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σαχλαμαρίζω — Ν [σαχλαμάρα] 1. λέω ή κάνω σαχλαμάρες 2. φλυαρώ άσκοπα … Dictionary of Greek
σαχλαμαρίζω — λέω ή κάνω σαχλαμάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek